Το Μέγαρο Σταθάτου, είναι τετραώροφο οικοδόμημα, από τα πιο σημαντικά δείγματα νεοκλασικής αρχιτεκτονικής της Αθήνας, έργο του Σάξονα αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ, στον οποίο οφείλονται πολλά από τα κτίρια της μετεπαναστατικής Ελλάδας, στο τέλος του 19ου αιώνα. Βρίσκεται επί της  Λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας και Ηροδότου.

 

Μέγαρο-Σταθάτου

 

Το κτίριο αποτελείται από δύο πτέρυγες, οι οποίες αναπτύσσονται κατά μήκος των δύο οδών που ορίζουν το γωνιακό οικόπεδο. Συναντώνται κατά οξεία γωνία, και στο σημείο συνάντησής τους διαμορφώνεται το πρόπυλο του κτιρίου. Όπως και στα περισσότερα νεοκλασικά κτίρια, γίνεται φανερή η πρόθεση για συμμετρική σύνθεση, με τις δύο πτέρυγες να παρατίθενται κατοπτρικά η μία ως προς την άλλη, στον άξονα που ορίζει το πρόπυλο με το αίθριο. Ωστόσο, παράγοντες όπως η ανάγκη να ακολουθηθεί η οικοδομική γραμμή του περιβάλλοντα αστικού χώρου και η λειτουργικότερη διαμόρφωση του εσωτερικού οδήγησαν σε μια λιγότερο συμμετρική διάταξη. Οι δύο κύριοι όγκοι του κτιρίου δεν είναι πανομοιότυποι, και η σύνδεσή τους με το πρόπυλο έγινε πλέον πιο χαλαρή. Παρά ταύτα το συνθετικό αποτέλεσμα παραμένει συνεπές προς τις αρχικές προθέσεις και ιδιαίτερα αρμονικό.

Το Μέγαρο Σταθάτου κτίστηκε σε μία περίοδο που στην αθηναϊκή αρχιτεκτονική κυριαρχούσε το κίνημα του νεοκλασικισμού. Όντως, στοιχεία όπως η διάθεση για συμμετρία, οι αρμονικές γεωμετρικές χαράξεις, η τριπλή διάρθρωση των όψεων με βάση κορμό και στέψη, όπως και η προσεκτική χρήση στοιχείων των αρχαιοελληνικών και ρωμαϊκών ρυθμών θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν το κτίριο νεοκλασικό. Ωστόσο, η πιο ελεύθερη αντιμετώπιση των ρυθμών (τοσκανο-δωρικοί κίονες με ιωνικό θριγκό για παράδειγμα) και το χαρακτηριστικό πρόπυλο συμβάλλουν στο να κατατάξει κανείς το κτίριο σε αυτά του εκλεκτικιστικού κινήματος.