Σχετικά με τους αρχιτέκτονες
Υπάρχουν αμφισβητήσεις ως προς τον αρχιτέκτονα που σχεδίασε το κτίριο. Ο γνωστός ιστορικός της αθηναϊκής αρχιτεκτονικής Κώστας Μπίρης, στο βιβλίο του Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20όν αιώνα, αναφέρει ως αρχιτέκτονα του μεγάρου τον Αναστάσιο Χέλμη. Την πληροφορία επαναλαμβάνει και ο ακαδημαϊκός καθηγητής Σόλων Κυδωνίατης, στο βιβλίο του Αθήναι, παρελθόν και μέλλον. Εντούτοις, στις Αναμνήσεις του, ο Δ.Α. Καμπάνης, προγονός του γνωστού ευπατρίδη αρχιτέκτονα και «αρχιτέκτονα των ανακτόρων» Αναστάσιου Μεταξά, το αποδίδει στον πατριό του.
Μέχρι στιγμής τουλάχιστον, δεν έχουν βρεθεί αποδεικτικά τεκμήρια που να μας βοηθούν να εντάξουμε με βεβαιότητα το κτίριο στην εργογραφία του ενός ή του άλλου αρχιτέκτονα. Πολύ περισσότερο που για τον Αναστάσιο Χέλμη τα στοιχεία που διαθέτουμε είναι ελάχιστα, ενώ, αν και γνωρίζουμε πολλά για τη ζωή και το έργο τού Αναστάσιου Μεταξά, εντούτοις δεν έχει ακόμη επισημανθεί το αρχιτεκτονικό του αρχείο.
Είναι πάντως πολύ πιθανόν να έχουν ασχοληθεί και οι δύο με το κτίριο, ο ένας στην πρώτη φάση της κατασκευής του, στις αρχές της δεκαετίας του 1910, κι ο άλλος κατά την αποπεράτωσή του, τη δεκαετία του ’20.
Τα παλαιότερα στοιχεία που γνωρίζουμε για το οικόπεδο όπου βρίσκεται σήμερα κτισμένο το Μέγαρο Μαξίμου χρονολογούνται στα μέσα του 19ου αιώνα, λίγα χρόνια μετά την ανακήρυξη της Αθήνας ως πρωτεύουσας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.

Το Μέγαρο Μαξίμου το 1950
Τα συμβόλαια του 1856 φέρουν ως ιδιοκτήτες του οικοπέδου τους αδελφούς Άγγελο και Αργύρη Καραγιάννη. Δεν έχουμε κανένα άλλο στοιχείο γι’ αυτούς. Οπωσδήποτε πάντως η περιοχή, αρκετά έξω από το παλαιό κέντρο της πόλης, την Πλάκα, ήταν ακόμα χωράφια και λαχανόκηποι. Η επιλογή της θέσης για την ανέγερση των ανακτόρων (1836 – 1843), όπου σήμερα στεγάζεται το Κοινοβούλιο, πάνω σε σχέδιο του Friedrich von Gartner δεν φαίνεται να επηρέασε σημαντικά την αξία της γης στην περιοχή.
Σε χαρτί του γαλλικού Γενικού Επιτελείου Στρατού το 1854 ολόκληρη η έκταση μεταξύ των Παλαιών Ανακτόρων και του Μεγάρου της Δούκισσας της Πλακεντίας στα Ιλίσια είναι ακατοίκητη. Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε ότι όταν το 1855 συστήνεται το «Εν Αθήναις Ορφανοτροφείον Κορασίδων Αμαλίειον», υπό την προστασία της Βασίλισσας Αμαλίας, το οικόπεδο που του παραχωρείται βρίσκεται πίσω ακριβώς από το σημερινό Προεδρικό Μέγαρο (αρχικά Ανάκτορα Διαδόχου και μετά το 1909 επίσημη κατοικία της βασιλικής οικογένειας).
Η κατάσταση αρχίζει να αλλάζει τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, όταν επί της λεωφόρου Κηφισίας (η σημερινή Βασιλίσσης Σοφίας) οικόπεδα απελευθερώνονται από το Δημόσιο.
Ακολουθούν οι πρώτες πωλήσεις σε ιδιώτες. Το ένα μετά το άλλο μια σειρά από πλούσια αστικά μέγαρα ξεπροβάλλουν στην αριστερή προς την άνοδο πλευρά της.
Το 1891, στην οδό Ηρώδου του Αττικού, στον χώρο που μέχρι τότε χρησιμοποιείται ως βασιλικός λαχανόκηπος, αρχίζουν να κτίζονται τα Ανάκτορα του Διαδόχου, για να στεγάσουν και την οικογένεια του πρωτότοκου γιου του Βασιλιά Γεωργίου του Α’, Κωνσταντίνου, και της γυναίκας του πριγκίπισσας Σοφίας Χοεντζόλλερν, θυγατέρας του Κάιζερ Φρειδερίκου της Γερμανίας. Τον σχεδιασμό του αναλαμβάνει ο Ερνέστος Τσίλλερ. Η περιοχή γίνεται τώρα η πιο αριστοκρατική γειτονιά της πρωτεύουσας.
Όταν ο εφοπλιστής Αλέξανδρος Μιχαληνός αγοράζει, το 1912, το οικόπεδο στη γωνία των οδών Ηρώδου του Αττικού και Διοχάρους (η σημερινή Γεωργίου του Β’), το Ανάκτορο του Διαδόχου είναι πλέον το Βασιλικό Ανάκτορο. Αμέσως μετά αρχίζει η ανοικοδόμηση του μεγάρου, για να χρησιμεύσει ως κατοικία του ιδιοκτήτη του.
Λίγα χρόνια αργότερα, η χήρα του Ειρήνη, το γένος Μανούση, παντρεύεται τον Δημήτριο Ε. Μάξιμο και το 1916 πωλεί το οικόπεδο της οδού Ηρώδου του Αττικού με την ημιτελή οικοδομή στον Λεωνίδα Ανδρ. Εμπειρίκο. Πέντε χρόνια αργότερα, η Ειρήνη Μαξίμου αγοράζει και πάλι από τον Λ. Εμπειρίκο το οικόπεδο, το ζεύγος Μαξίμου ολοκληρώνει το κτίριο και εγκαθίσταται σ’ αυτό.
Η αγορά του Μεγάρου Μαξίμου από το Ελληνικό Δημόσιο
Το 1952 το Ελληνικό Δημόσιο έρχεται σε συνεννόηση με τον Δ. Μάξιμο προκειμένου να αγοράσει την κατοικία του. Για την εκτίμηση του ακινήτου συστήνεται επιτροπή από τους καθηγητές του Ε.Μ.Π. Κ. Κιτσίκη και Ε. Ρουσσόπουλο και τον οικονομικό έφορο Π. Σταυρόπουλο. Η επιτροπή εκτιμά την αξία του ακινήτου σε 11 δισεκατομμύρια δραχμές. Στη συνέχεια, ο Υπουργός των Οικονομικών Χ. Ευελπίδης επισκέφθηκε τον Δ. Μάξιμο, οποίος του δήλωσε ότι δέχεται να πουλήσει την κατοικία του στο Δημόσιο αντί του ποσού των 5,75 δισεκατομμυρίων δραχμών, δηλαδή στο μισό περίπου της εκτίμησης της επιτροπής. Επιπλέον δε προσφέρει στο Κράτος όλη την επίπλωση της κατοικίας του, καθώς και τους πίνακες που βρίσκονται σ’ αυτήν, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως «Κυβερνητικόν Μέγαρον» και για τη φιλοξενία ξένων υψηλών προσώπων.
Η αγοραπωλησία ολοκληρώνεται. Ο Πρόεδρος της Κυβέρνησης, σε ευχαριστήρια επιστολή του προς τον Δ. Μάξιμο για τη γενναιόδωρη προσφορά του, δηλώνει ότι το κτίριο θα διατηρήσει το όνομά του, ως «Οικία Μαξίμου».
Η εγκατάλειψη επί δικτατορίας
Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα το κτίριο παραμένει κενό και υφίσταται πολλές φθορές. Κατά τα χρόνια της δικτατορίας (1967 – 1974) κινδύνεψε να κατεδαφιστεί. Την περίοδο αυτή καταστράφηκαν τα μωσαϊκά δάπεδά του. Τελικά όμως επικράτησε η άποψη να διατηρηθεί και να επαναχρησιμοποιηθεί. Το 1982 η εποπτεία του Μεγάρου Μαξίμου περιέρχεται στο Υπουργείο Προεδρίας της Κυβερνήσεως για να χρησιμοποιηθεί είτε για την κάλυψη των αναγκών του είτε ως επίσημη κατοικία και γραφείο του εκάστοτε Πρωθυπουργού, χρήση την οποία διατηρεί ως σήμερα.